- ποιήμασι
- ποίημαanything madeneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχωρίζω — (AM καταχωρίζω) γράφω κάτι στη δική του θέση σε βιβλίο ή κατάλογο, καταγράφω (α. «η αίτηση μου καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο» β. «οὐ κατεχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἠμερῶν τοῡ βασιλέως», ΠΔ) νεοελλ. δημοσιεύω κάτι σε εφημερίδα μσν. 1.… … Dictionary of Greek